δεχόσαντε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδεχόσαντε
- (λαϊκότροπο) προφορικός συνήθως τύπος του δέχονταν, γ' πρόσωπο πληθυντικού οριστικής παρατατικού του ρήματος δέχομαι
- ※ στους δρόμους και στα εργοστάσια, παντού δεχόσαντε την επίθεση των συντρόφων τους (από τη μετάφραση στα ελληνικά, από την Αγγελική Φιλιππάτου, της Σιδερένιας Φτέρνας του Τζακ Λόντον (Αθήνα: Νέα Σύνορα-Λιβάνης, 1980 [επανέκδ. 1991: ISBN 960-236-175-1]), σ. 194)