δευτερολογήσω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
δευτερολογήσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δευτερολογώ
- θα δευτερολογήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δευτερολογώ
δευτερολογήσω