Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δευτερολογώ < (ελληνιστική κοινή)

  Ρήμα επεξεργασία

δευτερολογώ

  • κάνω τη δευτερολογία μου, ανεβαίνω στο βήμα για δεύτερη φορά, προκειμένου να διευκρινίσω κάποια σημεία, να απαντήσω σε ερωτήσεις, επιχειρήματα ή αιτιάσεις αντιπάλων κλπ

  Μεταφράσεις επεξεργασία