Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

δευτερολογήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος δευτερολογώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δευτερολογώ
  3. θα δευτερολογήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δευτερολογώ