δεσμεύσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
δεσμεύσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος δεσμεύω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δεσμεύω
- θα δεσμεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δεσμεύω