Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δεντρώνω < δέντρο + -ώνω

  Ρήμα επεξεργασία

δεντρώνω

  1. γίνομαι δέντρο
  2. δεντροφυτεύω, αναδασώνω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία