δεντρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαδεντρώνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δεντρώνω | δέντρωνα | θα δεντρώνω | να δεντρώνω | δεντρώνοντας | |
β' ενικ. | δεντρώνεις | δέντρωνες | θα δεντρώνεις | να δεντρώνεις | δέντρωνε | |
γ' ενικ. | δεντρώνει | δέντρωνε | θα δεντρώνει | να δεντρώνει | ||
α' πληθ. | δεντρώνουμε | δεντρώναμε | θα δεντρώνουμε | να δεντρώνουμε | ||
β' πληθ. | δεντρώνετε | δεντρώνατε | θα δεντρώνετε | να δεντρώνετε | δεντρώνετε | |
γ' πληθ. | δεντρώνουν(ε) | δέντρωναν δεντρώναν(ε) |
θα δεντρώνουν(ε) | να δεντρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δέντρωσα | θα δεντρώσω | να δεντρώσω | δεντρώσει | ||
β' ενικ. | δέντρωσες | θα δεντρώσεις | να δεντρώσεις | δέντρωσε | ||
γ' ενικ. | δέντρωσε | θα δεντρώσει | να δεντρώσει | |||
α' πληθ. | δεντρώσαμε | θα δεντρώσουμε | να δεντρώσουμε | |||
β' πληθ. | δεντρώσατε | θα δεντρώσετε | να δεντρώσετε | δεντρώστε | ||
γ' πληθ. | δέντρωσαν δεντρώσαν(ε) |
θα δεντρώσουν(ε) | να δεντρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δεντρώσει | είχα δεντρώσει | θα έχω δεντρώσει | να έχω δεντρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις δεντρώσει | είχες δεντρώσει | θα έχεις δεντρώσει | να έχεις δεντρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει δεντρώσει | είχε δεντρώσει | θα έχει δεντρώσει | να έχει δεντρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε δεντρώσει | είχαμε δεντρώσει | θα έχουμε δεντρώσει | να έχουμε δεντρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε δεντρώσει | είχατε δεντρώσει | θα έχετε δεντρώσει | να έχετε δεντρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν δεντρώσει | είχαν δεντρώσει | θα έχουν δεντρώσει | να έχουν δεντρώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία δεντρώνω
|