Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

δενδροφυτεύσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δενδροφυτεύω
  2. θα δενδροφυτεύσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δενδροφυτεύω