δενδροφυτεύσουμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδενδροφυτεύσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δενδροφυτεύω
- θα δενδροφυτεύσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δενδροφυτεύω