Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

δενδροφυτεύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος δενδροφυτεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δενδροφυτεύω
  3. θα δενδροφυτεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δενδροφυτεύω