δεκατίσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδεκατίσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δεκατίζω
- θα δεκατίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δεκατίζω
δεκατίσουν