δεκαπλασιάσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
δεκαπλασιάσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος δεκαπλασιάζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δεκαπλασιάζω
- θα δεκαπλασιάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δεκαπλασιάζω