Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

δεκαπλασιάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος δεκαπλασιάζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δεκαπλασιάζω
  3. θα δεκαπλασιάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δεκαπλασιάζω