Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

δεινοπαθήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος δεινοπαθώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δεινοπαθώ
  3. θα δεινοπαθήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δεινοπαθώ