δειμαίνω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δειμαίνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαδειμαίνω (σε χρήση μόνο στον ενεστ. και παρατ.)
- φοβάμαι
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 41
- οὐ τοῦτο δειμαίνεις πλέον;
- Και πώς πιότερο δεν το φοβάσαι;
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- οὐ τοῦτο δειμαίνεις πλέον;
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 8 (Οὐρανία), 68γ.1
- ἢν δὲ αὐτίκα ἐπειχθῇς ναυμαχῆσαι, δειμαίνω μὴ ὁ ναυτικὸς στρατὸς κακωθεὶς τὸν πεζὸν προσδηλήσηται.
- αντίθετα, αν βιαστείς και δώσεις ναυμαχία αμέσως, φοβάμαι μήπως το χτύπημα που θα δεχτεί το ναυτικό σου θα έχει ολέθριο αντίχτυπο και στο πεζικό.
- Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ἢν δὲ αὐτίκα ἐπειχθῇς ναυμαχῆσαι, δειμαίνω μὴ ὁ ναυτικὸς στρατὸς κακωθεὶς τὸν πεζὸν προσδηλήσηται.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 41
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη δεῖμα
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δειμαίνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δειμαίνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.