δείρει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδείρει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος δέρνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δέρνω
- θα δείρει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δέρνω