Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

δείξεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δείχνω
  2. θα δείξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δείχνω