δασκαλέψουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
δασκαλέψουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δασκαλεύω
- θα δασκαλέψουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δασκαλεύω
δασκαλέψουν