Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

δανείσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δανείζω
  2. θα δανείσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δανείζω