Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

δαμάσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δαμάζω
  2. θα δαμάσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δαμάζω