δαιμονιστείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδαιμονιστείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δαιμονίζομαι
- θα δαιμονιστείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δαιμονίζομαι
δαιμονιστείς