Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

δαιμονιστείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δαιμονίζομαι
  2. θα δαιμονιστείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δαιμονίζομαι