Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

δαιμονιστεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος δαιμονίζομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δαιμονίζομαι
  3. θα δαιμονιστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δαιμονίζομαι