Ετυμολογία

επεξεργασία
δαήμων < αρχαία ελληνική δαήμων < δάω

  Επίθετο

επεξεργασία

δαήμων

  • αυτός που γνωρίζει σε βάθος και έχει πείρα

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία