δίμοστρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δίμοστρος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
δίμοστρος, -η, -ο
- (ιδιωματικό) δίχρωμος, που έχει δύο όψεις
Μεταφράσεις επεξεργασία
δίμοστρος
|
Πηγές επεξεργασία
- Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.