Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δάκρυσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
δάκρυσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
δακρύζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
δακρύζω