γωνιασμός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γωνιασμός < γωνιάζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
γωνιασμός αρσενικό
- ο υπολογισμός με γωνιόμετρο
- η λεπτολογία, η ολοκλήρωση ενός ποιητικού έργου, των στίχων του
- η δύσκολη κατασκευή
γωνιασμός αρσενικό