Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γωνιασμός < γωνιάζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γωνιασμός αρσενικό

  1. ο υπολογισμός με γωνιόμετρο
  2. η λεπτολογία, η ολοκλήρωση ενός ποιητικού έργου, των στίχων του
  3. η δύσκολη κατασκευή