Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γυρόω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
γυρόω
<
γυρός
(στρογγυλός, γυρτός, καμπύλος)
Ρήμα
επεξεργασία
γυρόω
-
γυρῶ
περικυκλώνω
κάνω κάτι καμπύλο, το κάνω στρογγυλό