Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γυρόω < γυρός (στρογγυλός, γυρτός, καμπύλος)

  Ρήμα επεξεργασία

γυρόω-γυρῶ

  1. περικυκλώνω
  2. κάνω κάτι καμπύλο, το κάνω στρογγυλό