Ετυμολογία

επεξεργασία
γυρόω < γυρός (στρογγυλός, γυρτός, καμπύλος)

γυρόω-γυρῶ

  1. περικυκλώνω
  2. κάνω κάτι καμπύλο, το κάνω στρογγυλό