γυναικοκρατούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γυναικοκρατούμαι < αρχαία ελληνική γυναικοκρατέομαι / γυναικοκρατοῦμαι
Ρήμα
επεξεργασίαγυναικοκρατούμαι
- για σύνολο ανθρώπων σε κάποιο χώρο, στο οποίο αριθμητικά (ή κι από απόψεως εξουσίας) υπερέχουν οι γυναίκες
Αντώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γυναικοκρατούμαι | γυναικοκρατούμουν | θα γυναικοκρατούμαι | να γυναικοκρατούμαι | ||
β' ενικ. | γυναικοκρατείσαι | γυναικοκρατούσουν | θα γυναικοκρατείσαι | να γυναικοκρατείσαι | ||
γ' ενικ. | γυναικοκρατείται | γυναικοκρατούνταν | θα γυναικοκρατείται | να γυναικοκρατείται | ||
α' πληθ. | γυναικοκρατούμαστε | γυναικοκρατούμασταν γυναικοκρατούμαστε |
θα γυναικοκρατούμαστε | να γυναικοκρατούμαστε | ||
β' πληθ. | γυναικοκρατείστε | γυναικοκρατούσασταν γυναικοκρατούσαστε |
θα γυναικοκρατείστε | να γυναικοκρατείστε | γυναικοκρατείστε | |
γ' πληθ. | γυναικοκρατούνται | γυναικοκρατούνταν | θα γυναικοκρατούνται | να γυναικοκρατούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γυναικοκρατήθηκα | θα γυναικοκρατηθώ | να γυναικοκρατηθώ | γυναικοκρατηθεί | ||
β' ενικ. | γυναικοκρατήθηκες | θα γυναικοκρατηθείς | να γυναικοκρατηθείς | γυναικοκρατήσου | ||
γ' ενικ. | γυναικοκρατήθηκε | θα γυναικοκρατηθεί | να γυναικοκρατηθεί | |||
α' πληθ. | γυναικοκρατηθήκαμε | θα γυναικοκρατηθούμε | να γυναικοκρατηθούμε | |||
β' πληθ. | γυναικοκρατηθήκατε | θα γυναικοκρατηθείτε | να γυναικοκρατηθείτε | γυναικοκρατηθείτε | ||
γ' πληθ. | γυναικοκρατήθηκαν γυναικοκρατηθήκαν(ε) |
θα γυναικοκρατηθούν(ε) | να γυναικοκρατηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω γυναικοκρατηθεί | είχα γυναικοκρατηθεί | θα έχω γυναικοκρατηθεί | να έχω γυναικοκρατηθεί | γυναικοκρατημένος | |
β' ενικ. | έχεις γυναικοκρατηθεί | είχες γυναικοκρατηθεί | θα έχεις γυναικοκρατηθεί | να έχεις γυναικοκρατηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει γυναικοκρατηθεί | είχε γυναικοκρατηθεί | θα έχει γυναικοκρατηθεί | να έχει γυναικοκρατηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε γυναικοκρατηθεί | είχαμε γυναικοκρατηθεί | θα έχουμε γυναικοκρατηθεί | να έχουμε γυναικοκρατηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε γυναικοκρατηθεί | είχατε γυναικοκρατηθεί | θα έχετε γυναικοκρατηθεί | να έχετε γυναικοκρατηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν γυναικοκρατηθεί | είχαν γυναικοκρατηθεί | θα έχουν γυναικοκρατηθεί | να έχουν γυναικοκρατηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία γυναικοκρατούμαι
|