Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γυιαρκής < γυῖον (μέλος του σώματος) και ἀρκέω


  Επίθετο επεξεργασία

γυιαρκής, ής, ές
  • που κανει τα μέλη να επαρκούν, τα ενισχύει, που βοηθά στην υγεία τους (επίθετο του Πίνδαρου για τον Ασκληπιό)