Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γρώνη θηλυκό

  1. κοιλότητα
  2. η θήκη σε ένα άρμα, όπου τοποθετούσαν τα μαστίγια