γραμματοσημάνουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαγραμματοσημάνουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γραμματοσημαίνω
- θα γραμματοσημάνουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γραμματοσημαίνω