γραμματικώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαγραμματικώς < γραμματικός
Επίρρημα
επεξεργασίαγραμματικώς και γραμματικά
- (λόγιο) όσον αφορά στη γραμματική
- αυτό που έγραψες είναι γραμματικώς και συντακτικώς λανθασμένο
Μεταφράσεις
επεξεργασία γραμματικώς
→ δείτε τη λέξη γραμματικά |