γραγούδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γραγούδα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣɾaˈɣu.ða/ [1]
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γρα‐γού‐δα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγραγούδα θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 94.