Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γουίντσερφ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από την αγγλική windsurf

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γουίντσερφ ουδέτερο άκλιτο

  1. η ιστιοσανίδα
  2. (αθλητισμός) το θαλάσσιο άθλημα της ιστιοσανίδας

  Μεταφράσεις επεξεργασία