γονιμοποιηθεί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
γονιμοποιηθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος γονιμοποιούμαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γονιμοποιούμαι
- θα γονιμοποιηθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γονιμοποιούμαι