Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

γονιμοποιηθεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος γονιμοποιούμαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γονιμοποιούμαι
  3. θα γονιμοποιηθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γονιμοποιούμαι