Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

γονιμοποιήσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γονιμοποιώ
  2. θα γονιμοποιήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γονιμοποιώ