γονατίσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
γονατίσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γονατίζω
- θα γονατίσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γονατίζω
γονατίσετε