Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

γονατίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γονατίζω
  2. θα γονατίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γονατίζω