Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

γονατίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος γονατίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γονατίζω
  3. θα γονατίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γονατίζω