Ετυμολογία

επεξεργασία
γνωσιμαχέω < γνῶσις και μάχομαι

γνωσιμαχέω

  1. αλλάζω γνώμη, μετανιώνω, υποχωρώ
  2. αντιμάχομαι τη γνώμη άλλου, φιλονικώ (ελληνιστική έννοια)