γνωριστεί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαγνωριστεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος γνωρίζομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γνωρίζομαι
- θα γνωριστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γνωρίζομαι