γνωρίζομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γνωρίζομαι < αρχαία ελληνική γνωρίζω
Ρήμα επεξεργασία
γνωρίζομαι
- έχω σχέσεις, επαφή, γνωριμία με κάποιον
- γνωρίστηκαν στην Ελβετία
- γνωριζόμαστε από το σχολείο
Μεταφράσεις επεξεργασία
γνωρίζομαι
|