Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γνωρίζω + -ουσα

  Επίθετο επεξεργασία

θηλυκό (αρσενικό γνωρίζων, ουδέτερο γνωρίζον)

Κλίση επεξεργασία

  • η γνωρίζουσα
  • της γνωρίζουσας
  • την γνωρίζουσα
  • ω γνωρίζουσα

---

  • οι γνωρίζουσες
  • των γνωριζόντων
  • τις γνωρίζουσες
  • ω γνωρίζουσες

Συνώνυμα επεξεργασία

αγγλικά: aware