γνώστρια
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γνώστρια | οι | γνώστριες |
γενική | της | γνώστριας | των | γνωστριών |
αιτιατική | τη | γνώστρια | τις | γνώστριες |
κλητική | γνώστρια | γνώστριες | ||
όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γνώστρια θηλυκό
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
γνώστρια