Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

γλυκοκοιτάξεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γλυκοκοιτάζω
  2. θα γλυκοκοιτάξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γλυκοκοιτάζω