γλυκοκοιτάξει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
γλυκοκοιτάξει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος γλυκοκοιτάζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γλυκοκοιτάζω
- θα γλυκοκοιτάξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γλυκοκοιτάζω