Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

γλιτώσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γλιτώνω
  2. θα γλιτώσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γλιτώνω