Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

γλιτώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος γλιτώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γλιτώνω
  3. θα γλιτώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γλιτώνω