Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλαγερός < γλάγος (γάλα)

  Επίθετο επεξεργασία

γλαγερός, ά, όν


Συνώνυμα επεξεργασία