γκόσπελ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γκόσπελ < (άμεσο δάνειο) αγγλική gospel • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
γκόσπελ θηλυκό άκλιτο
- (μουσική) αφραμερικάνικη θρησκευτική μουσική
Μεταφράσεις επεξεργασία
γκόσπελ
|