Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκουλάγκ < ρωσική ГУЛАГ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γκουλάγκ ουδέτερο άκλιτο ή γκούλαγκ

  1. στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στην πρώην Ε.Σ.Σ.Δ., όπου εξορίζονταν οι πάσης φύσεως αντιφρονούντες πολιτικοί κρατούμενοι, ύποπτοι
  2. αρκτικόλεξο της σοβιετικής υπηρεσίας που επόπτευε τα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία