Ετυμολογία

επεξεργασία
γκιζερίζω < τουρκική gezi (= περίπατος, βόλτα)

γκιζερίζω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία