γκιζερίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαγκιζερίζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γκιζερίζω | γκιζέριζα | θα γκιζερίζω | να γκιζερίζω | γκιζερίζοντας | |
β' ενικ. | γκιζερίζεις | γκιζέριζες | θα γκιζερίζεις | να γκιζερίζεις | γκιζέριζε | |
γ' ενικ. | γκιζερίζει | γκιζέριζε | θα γκιζερίζει | να γκιζερίζει | ||
α' πληθ. | γκιζερίζουμε | γκιζερίζαμε | θα γκιζερίζουμε | να γκιζερίζουμε | ||
β' πληθ. | γκιζερίζετε | γκιζερίζατε | θα γκιζερίζετε | να γκιζερίζετε | γκιζερίζετε | |
γ' πληθ. | γκιζερίζουν(ε) | γκιζέριζαν γκιζερίζαν(ε) |
θα γκιζερίζουν(ε) | να γκιζερίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γκιζέρισα | θα γκιζερίσω | να γκιζερίσω | γκιζερίσει | ||
β' ενικ. | γκιζέρισες | θα γκιζερίσεις | να γκιζερίσεις | γκιζέρισε | ||
γ' ενικ. | γκιζέρισε | θα γκιζερίσει | να γκιζερίσει | |||
α' πληθ. | γκιζερίσαμε | θα γκιζερίσουμε | να γκιζερίσουμε | |||
β' πληθ. | γκιζερίσατε | θα γκιζερίσετε | να γκιζερίσετε | γκιζερίστε | ||
γ' πληθ. | γκιζέρισαν γκιζερίσαν(ε) |
θα γκιζερίσουν(ε) | να γκιζερίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γκιζερίσει | είχα γκιζερίσει | θα έχω γκιζερίσει | να έχω γκιζερίσει | ||
β' ενικ. | έχεις γκιζερίσει | είχες γκιζερίσει | θα έχεις γκιζερίσει | να έχεις γκιζερίσει | ||
γ' ενικ. | έχει γκιζερίσει | είχε γκιζερίσει | θα έχει γκιζερίσει | να έχει γκιζερίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γκιζερίσει | είχαμε γκιζερίσει | θα έχουμε γκιζερίσει | να έχουμε γκιζερίσει | ||
β' πληθ. | έχετε γκιζερίσει | είχατε γκιζερίσει | θα έχετε γκιζερίσει | να έχετε γκιζερίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γκιζερίσει | είχαν γκιζερίσει | θα έχουν γκιζερίσει | να έχουν γκιζερίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία γκιζερίζω
|